- πειθήμονι
- πειθήμωνpersuadeddat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειθήμων — ον, ονος, Α (ποιητ. τ.) 1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός 2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] … Dictionary of Greek